Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η δόση

См. также в других словарях:

  • δόση — η 1. ποσότητα ενός πράγματος που δίνεται τμηματικά: Αγόρασα μια τηλεόραση με δόσεις. 2. μικρό ποσό: Τα λόγια του είχαν μια δόση ειρωνείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση …   Dictionary of Greek

  • επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

  • ακετυλοσαλικυλικό οξύ — Χημική ένωση του τύπου C6H4(OCOCH3)COOH που παρασκευάζεται με ακετυλίωση –εισαγωγή στο μόριο μιας οργανικής ένωσης ενός ή περισσότερων ακετυλίων που αντικαθιστούν ισάριθμα άτομα υδρογόνου– του σαλικυλικού οξέος με οξικό ανυδρίτη (CΗ3CO)2O.… …   Dictionary of Greek

  • Ελ Ες Ντι — (LSD). Συνθετική παραισθησιογόνος ουσία. Πρόκειται για τη διαιθυλαμίδη του λυσεργικού οξέος, παραισθησιογόνο που παρασκευάστηκε συνθετικά στο εργαστήριο το 1938 και κατόπιν ανακαλύφθηκε στη γύρη φυτού. Σε υγρή μορφή εμποτίζεται σε μικρά κομμάτια… …   Dictionary of Greek

  • άπαξ — (AM ἅπαξ) επίρρ. μία φορά, μία μόνο φορά νεοελλ. 1. όταν, μόλις, αφού, εφόσον 2. φρ. «άπαξ διαπαντός», μια για πάντα, οριστικά «εφάπαξ», το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μία μόνο δόση 1. αρχ. 1. άλλοτε, κάποτε, παλαιότερα, μια φορά 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… …   Dictionary of Greek

  • ακτινικός — Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ακτίνα. (Αστρον.) Α. κίνησηα. ταχύτητα. Η προβολή της ταχύτητας ενός ουράνιου σώματος πάνω στην ευθεία που ενώνει το σώμα με τον παρατηρητή, δηλαδή την οπτική ακτίνα. Η α. ταχύτητα προσδιορίζεται με τη μέτρηση… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»