-
1 δόση
[доси] ουσ. Θ. колл имеет во, пропорция, доза.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δόση
-
2 налет
налетм1. ἡ ἐπιδρομή / ἡ ληστεία, ἡ διαρπαγή (грабителей):возду́шный \налет ἡ ἀεροπορική ἐπιδρομή·2. (слой) τό κα-τακάθι / ἡ πάτινα (на бронзе)! στρώμα σκόνης (на растениях, фруктах)·3. перен ἡ δόση [-ις], ἡ μικρή δόση:с \налетομ сентиментальности μέ μικρή δόση συναισθηματισμοί4. мед. τό ἐπίχρισμα· ◊ с \налета ξαφνικά, αίφνιδίως, ἀναπάντεχα. -
3 взнос
1. (платёж) η εισφορά 2. (внесённые за что-л. деньги) η συνδρομή 3. (при уплате частями) η δόσηпервоначальный - η πρώτη πληρωμή/δόσηстраховой - τα ασφάλιστρα, членский - η συνδρομή του μέλουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взнос
-
4 доза
-
5 приём
приём м 1) (гостей, посетителей) η υποδοχή· η δεξίωση (банкет)· η επίσκεψη (у врача)· устроить \приём κάνω δεξίωση 2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή 3) (способ) о τρόπος 4) (лекарства) η λήψη· η δόση (доза)· на два \приёма σε δυο δόσεις* * *мустро́ить приём — κάνω δεξίωση
2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή3) ( способ) ο τρόπος -
6 доля
дол||яж I. (часть) τό μερίδιο[ν], τό μέρος, τό μερτικό, ἡ μερίδα [-ίς], ἡ δόση[-ις]:пятая \доля τό ἕνα πέμπτο· на мою \доляЮ пришлось сто рублей στό μερτικό μου Επεσαν ἐκατό ρούβλια· делить на \доляи χωρίζω σέ μερίδια· книга в четвертую \доляю листа τό σχήμα τέταρτον (βιβλίου)· \доля истины ἡ δόση ἀληθείας· \доля здравого смысла μιά σταγόνα λογικό·2. анат., бот. ὁ λοβός·3. (участь) ἡ τύχη, ἡ μοίρα:счастливая \доля ἡ καλή μοίρα· выпасть на \доляю ήταν τῆς τύχης, μοῦ ἐλαχε; на нашу \доляю выпала честь μας ἔλαχε ἡ τιμή· ◊ львиная \доля ἡ μερίδα τοῦ λέοντος· входить в \доляю с кем-л. συνεταιρίζομαι μέ κάποιον. -
7 дача
I.(загородный дом) το εξοχικό (σπίτι)II.(количество вещества, задаваемого в любую систему) η μερίδα, η δόσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дача
-
8 доза
η δόση-- внесения (напр.удобрения) η αναλογίαη δοσολογίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доза
-
9 дозировать
μετράω/ζυγίζω την δόση της αναλογίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дозировать
-
10 дозировка
1. (количество) η δόση, η αναλογία 2. (процесс) см. дозирование.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дозировка
-
11 облучение
1. (с воздействием на свойства материала или организма) η ακτινοβολία (ή η έκθεση σε ακτινοβολία) 2. (излучение в целях обнаружения объекта) о καταυγασμός, о φωτισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > облучение
-
12 переоблучение
η υπερβολική δόση ακτινοβολίαςη υπερδόση ακτινοβολίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переоблучение
-
13 приём
1. (способность достижения, осуществления чего-л.) о τρόπος, η μέθοδος, η τεχνική 2. (сообщений) η λήψη 3. (напр. у врача) η επίσκεψη 4. (количество чего-л, принимаемое за один раз) η δόση, η λήψη 5. (движение, упражнение) η κίνηση, ο τρόπος, η λαβή 6. (встреча, собрание приглашённых лиц у кого-л.) η δεξίωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приём
-
14 гомеопатический
гомеопат||ическийприл ὁμοιοπαθητικός:\гомеопатическийи́ческая до́за перен ἡ μικρότατη δόση. -
15 доза
дозаж ἡ δόση [-ις]. -
16 дозировать
дози́р||оватьсов и несов καθορίζω τή δόση. -
17 дозировка
дози́р||овкаж ἡ δόση [-ις], ὁ καθορισμός τής δόσης. -
18 лошадиный
лошади́н||ыйприл ἀλογήσιος, ἱππειος· ◊ \лошадиныйая си́ла тех. ὁ ίππος· \лошадиныйая доза γαϊδουρινή δόση. -
19 прием
приемм1. ήλήψη [-ις], ἡ παραλαβή, ἡ ἀποδοχή:\прием пи́сем (посылок) ἡ λήψη ἐπιστολών (δεμάτων)· \прием раднограмм ἡ παραλαβή ραδιοτηλεγραφημάτων2. (в организацию и т. ἡ.) ἡ είσδοχή, ἡ ἐγγραφη:\прием в партию ἡ ἐγγραφη στό κόμμα, ἡ είσδοχή στό κόμμα·3. (гостей, посетителей и т. п.) ἡ ὑποδοχή, ἡ ἀκ-ρόαση [-ις] / ἡ ἐπίσκεψη [-ις] (у врача):часы \приема ὠραι ἀκροάσεως· оказать хороший \прием ὑποδέχομαι καλα· устроить \прием ὁργανώνω δεξίωση·4. (лекарства) ἡ λήψη [-ις] / ἡ δόση [-ις] (доза)·5. (способ) ὁ τρόπος, ἡ μέθοδος:ораторский \прием τό ρητορικό σχήμα· художественный \прием ὁ καλλιτεχνικός τρόπος, ἡ καλλιτεχνική μέθοδος· ◊ в один \прием μονοκοπανιά· в два \приема σέ δυό δόσεις, δυό φορές. -
20 производительность
производительностьж ἡ παραγωγι-κότητα [-ης], ἡ ἀποδοτικότητα [-ης], ἡ ἀπό-δοση [-ις]:\производительность труда ἡ παραγωγικότητα τής ἐργασίας.
См. также в других словарях:
δόση — η 1. ποσότητα ενός πράγματος που δίνεται τμηματικά: Αγόρασα μια τηλεόραση με δόσεις. 2. μικρό ποσό: Τα λόγια του είχαν μια δόση ειρωνείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση … Dictionary of Greek
επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
ακετυλοσαλικυλικό οξύ — Χημική ένωση του τύπου C6H4(OCOCH3)COOH που παρασκευάζεται με ακετυλίωση –εισαγωγή στο μόριο μιας οργανικής ένωσης ενός ή περισσότερων ακετυλίων που αντικαθιστούν ισάριθμα άτομα υδρογόνου– του σαλικυλικού οξέος με οξικό ανυδρίτη (CΗ3CO)2O.… … Dictionary of Greek
Ελ Ες Ντι — (LSD). Συνθετική παραισθησιογόνος ουσία. Πρόκειται για τη διαιθυλαμίδη του λυσεργικού οξέος, παραισθησιογόνο που παρασκευάστηκε συνθετικά στο εργαστήριο το 1938 και κατόπιν ανακαλύφθηκε στη γύρη φυτού. Σε υγρή μορφή εμποτίζεται σε μικρά κομμάτια… … Dictionary of Greek
άπαξ — (AM ἅπαξ) επίρρ. μία φορά, μία μόνο φορά νεοελλ. 1. όταν, μόλις, αφού, εφόσον 2. φρ. «άπαξ διαπαντός», μια για πάντα, οριστικά «εφάπαξ», το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μία μόνο δόση 1. αρχ. 1. άλλοτε, κάποτε, παλαιότερα, μια φορά 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
ακτινικός — Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ακτίνα. (Αστρον.) Α. κίνησηα. ταχύτητα. Η προβολή της ταχύτητας ενός ουράνιου σώματος πάνω στην ευθεία που ενώνει το σώμα με τον παρατηρητή, δηλαδή την οπτική ακτίνα. Η α. ταχύτητα προσδιορίζεται με τη μέτρηση… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek